- δίσπαππος
- ο прадед
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δίσπαππος — δίσπαππος, ο (AM) προπάππος, ο πατέρας τού παππού. [ΕΤΥΜΟΛ. < δισ (βλ. δις) + πάππος] … Dictionary of Greek